- άλλαξη
- άλλαξ(ι)ά η1) мена, обмен;
κάνω άλλαξιά κάτι — меняться чём-л.;
2) смена (бельё);έχω τρείς άλλαξιές χειμωνιάτικα — иметь три смены тёплого белья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω άλλαξιά κάτι — меняться чём-л.;
έχω τρείς άλλαξιές χειμωνιάτικα — иметь три смены тёплого белья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άλλαξη — η (Α ἄλλαξις) [ἀλλάσσω] ανταλλαγή, συναλλαγή νεοελλ. 1. αλλαγή, μετατροπή, μεταβολή 2. (για ρούχα) αλλαξιά … Dictionary of Greek
ἀλλάξῃ — ἀλλάξηι , ἄλλαξις exchange fem dat sg (epic) ἀλλάσσω make other than it is aor subj mid 2nd sg ἀλλάσσω make other than it is aor subj act 3rd sg ἀλλάσσω make other than it is fut ind mid 2nd sg ἀ̱λλάξῃ , ἀλλάσσω make other than it is futperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλαξις — ἄλλαξις ( εως), η (Α) βλ. άλλαξη … Dictionary of Greek